ἀραιός

ἀραιός
ἀραιός [ᾰ], ά, όν, ([pref] ἁρ- Hdn.Gr.2.108, v.l. in Il.18.411, al.)
A thin, slender, κνῆμαι, χείρ, γλῶσσαι, Il.l.c., 5.425, 16.161;

γαστήρ Nic.Th. 133

; narrow,

εἴσοδος Od.10.90

; of ships, Hes.Op.809; φάλαγγες ἀ., opp. βαθύτεραι, X.Lac.11.6, cf. Plu.Crass.23; ἀραιᾷ τροφῇ χρῆσθαι meagre, of diet, Arist.Pol.1335b13.
II later, of the substance of bodies, of loose texture, opp. πυκνός, Anaximen.I, Meliss.7, Anaxag. 12,15, cf. Emp.104 ([comp] Sup.), Thphr.CP2.4.7, etc.; opp. πίων, Arist. Pr.880a38; freq. in Hp., as VM22;

δέρμα Aph.5.71

;

ὀστέον Art.33

;

εἴρια Mul.1.1

;

ὁμίχλη . . νέφους ἀραιοτέρα Arist.Mu.394a21

, cf. Mete. 364b25 ([comp] Comp.);

σπόγγοι D.S.3.14

.
b φλύκταιναι ἀ. empty blisters, Nic.Th.240 (v. Sch.ad loc.), cf. Theoc.12.24.
2 in Tactics,in open order, opp.πυκνός, τὸ ἀραιότατον [διάστημα] Ascl.Tact.4.1, etc.
III intermittent,

πνεῦμα Hp.Epid.1.26

.ά, β; ἆσθμα, βήξ, Aret.SD1.11, etc. Adv.

-ῶς Hp.Nat.Puer.24

; of the pulse, Gal.9.444,al.
IV scanty, few and far between,

τρίχες Arist.Col.797b27

; ἀκτῖνες ib.791a27;

φωναί Id.Aud.803b28

;

ὀδόντες Poll.2.94

, etc.
V ἀραιά (sc. γαστήρ), , flank, belly, Ruf.Onom.171.
VI of the voice, thin, Theoc.13.59. (Homeric metre proves ϝαραιός.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀραῖος — prayed to masc nom sg ἀραῖος prayed to masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁραιός — ἀραιός , ἀραιός thin masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αραίος — ἀραῑος, α, ον και ος, ον (Α) [αρά] 1. αυτός που τον παρακαλούν, τον ικετεύουν 2. καταραμένος, φορτωμένος κατάρες 3. αυτός που προξενεί βλάβη, επιβλαβής, ολέθριος …   Dictionary of Greek

  • αραιός, -ή, -ό — και αριός, ά, ό και αρύς, ιά, ύ επίρρ. αιά και ιά 1. ανάριος, όχι πυκνός, αγανός: Τα δέντρα τα φύτεψες πολύ αραιά. 2. αυτός που παρουσιάζει κενά κατά διαστήματα τοπικά ή χρονικά: Αριά και πού έρχεται και τον βλέπουμε. 3. νερουλός, όχι πηχτός:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀραιός — thin masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αραιός — ή, ό (AM ἀραιός, ά, όν) 1. ο μη πυκνός στη σύστασή του 2. αυτός που έχει κενά κατά διαστήματα ΙΙ νεοελλ. όποιος δεν γίνεται συχνά αρχ. 1. ο ασθενικός, ο άτονος 2. ο στενός 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἀραιά η γαστήρ, η κοιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η …   Dictionary of Greek

  • ἀραῖον — ἀραῖος prayed to masc acc sg ἀραῖος prayed to neut nom/voc/acc sg ἀραῖος prayed to masc/fem acc sg ἀραῖος prayed to neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀραιά — ἀραιός thin neut nom/voc/acc pl ἀραιά̱ , ἀραιός thin fem nom/voc/acc dual ἀραιά̱ , ἀραιός thin fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀραιῶν — ἀραιός thin fem gen pl ἀραιός thin masc/neut gen pl ἀραιόω make porous pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἀραιόω make porous pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἀραιόω make porous pres part act masc nom sg ἀραιόω make porous… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀραιόν — ἀραιός thin masc acc sg ἀραιός thin neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀραῖα — ἀραῖος prayed to neut nom/voc/acc pl ἀραῖος prayed to neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”